τρυγητής

τρυγητής
Άλλη ονομασία του Σεπτεμβρίου, μήνα στον οποίο γίνεται η συγκομιδή των σταφυλιών, ο τρύγος. Ο μήνας αυτός ήταν αφιερωμένος από τους αρχαίους Ρωμαίους στον θεό Ήφαιστο, προς τιμήν του οποίου γιόρταζαν τα Βουλκανάλια. Ανάλογη γιορτή είχαν και οι αρχαίοι Έλληνες, που την ονόμαζαν Λαμπαδοφορία. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι την ονόμαζαν Πάοφι, οι Κόπτες Τουτμπ και οι Αιθίοπες Μασκάρεμ. Στο γαλλικό επαναστατικό ημερολόγιο λεγόταν, έως τις 22 του μήνα Φρυκτιντόρ και μετά Βαντεμιαίρ. Η πρώτη μέρα του T. συμπίπτει με την αρχή του μετεωρολογικού φθινοπώρου και η εικοστή με αυτή του αστρονομικού.
* * *
ο, θηλ. τρυγήτρια, ΝΑ [τρυγῶ (Ι)]
αυτός που συγκομίζει καρπούς, ιδίως αυτός που τρυγάει σταφύλια
νεοελλ.
λαϊκή ονομασία τού Σεπτεμβρίου, επειδή κατά τη διάρκειά του γίνεται ο τρύγος τών σταφυλιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρυγητής — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγητής — ο 1. αυτός που τρυγά. 2. ως κύρ. όν., Τρυγητής λαϊκή ονομασία του Σεπτέμβρη, του μήνα του τρύγου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρυγηταῖς — τρυγητής masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγηταί — τρυγητής masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγητοῦ — τρυγητής masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγητῇ — τρυγητής masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγητέα — τρυγητής masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγητῶν — τρυγητής masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σεπτέμβριος — Έβδομος μήνας του έτους (Σεπτέμβρης). Βλ. λ. Τρυγητής. * * * ο, ΝΜΑ, και Σεπτέμβρης και Σεπτέβρης και Στέμπρης Ν ο ένατος μήνας τού έτους τού νέου ημερολογίου, έβδομος κατά το αρχαίο ρωμαϊκό ημερολόγιο, ο οποίος είναι και ο πρώτος μήνας τού… …   Dictionary of Greek

  • τρυγητάς — τρυγητά̱ς , τρυγητής masc acc pl τρυγητά̱ς , τρυγητής masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”